- ποιητικός
- poétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ποιητικός — capable of making masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ποιητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική εικόνα. – Ποιητική διάθεση. – Ποιητική λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νούς ποιητικός — (nus poietikos) (греч.) ум творящий. Термин Аристотеля. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ποιητικά — ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc pl ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc/acc dual ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικώτερον — ποιητικός capable of making adverbial comp ποιητικός capable of making masc acc comp sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικωτέραις — ποιητικός capable of making fem dat comp pl ποιητικωτέρᾱͅς , ποιητικός capable of making fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικωτέρων — ποιητικός capable of making fem gen comp pl ποιητικός capable of making masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικῶν — ποιητικός capable of making fem gen pl ποιητικός capable of making masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικόν — ποιητικός capable of making masc acc sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικώτατα — ποιητικός capable of making adverbial superl ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)